- αντέχω
- (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω)1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι4. έχω την απαραίτητη στερεότητα5. υπομένω, υποφέρω με καρτερίανεοελλ.1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι2. φρ. «αντέχει η τσέπη μου» — είμαι πλούσιος, μπορώ να ξοδεύω χρήματα με άνεσηΙ. αρχ.1. κρατώ κάτι μπροστά από κάτι άλλο2. επιμένω, εμμένω σε κάτι3. είμαι αρκετός, επαρκώ4. εκτείνομαι, φθάνω5. κρατώ, διαρκώ6. συνεχίζομαι, παρατείνομαι7. εξακολουθώ να υφίσταμαιII. (-ομαι)1. κρατώ κάτι μπροστά μου για προφύλαξη2. πιάνω κάτι και το κρατώ σφιχτά3. δεν απομακρύνομαι από κάτι4. λατρεύω κάποιον, τον τοποθετώ στις προτιμήσεις μου πριν από κάθε άλλον5. συγκρατώ τον εαυτό μου6. αμφισβητώ, διεκδικώ κάτι7. επιδίδομαι σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. αντέχω < αντ(ι)* + έχωαντίσχω < αντ(ι)- + ίσχω.ΠΑΡ. ανθεκτικός, αντοχήαρχ.άνθεξις].
Dictionary of Greek. 2013.